ὀρείχαλκος

ὀρείχαλκος
ὀρεί-χαλκος, , Lat.
A orichalcum (which by a false etym. was freq. written aurichalcum), mountain-copper, i.e. yellow copper ore, copper or brass made from it, h.Hom.6.9, Hes.Sc.122, Stesich.88, Ibyc. Oxy.1790.42, B.Fr.68 Bgk., Pl.Criti.114e, Arist.APo.92b22, Mir.834b25, Philostr.VA2.7,20; a mirror of it, Call.Lav.Pall.19 ; described by Theopomp. Hist.109 as a mixture of ψευδάργυρος and χαλκός.
II as Adj., = foreg., Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀρείχαλκος — orichalcum masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — ο μεταλλικό κράμα χαλκού και κασσίτερου, αλλ. μπρούντζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορειχαλκώνω — [ορείχαλκος] επιστρώνω επιφάνεια με ορείχαλκο …   Dictionary of Greek

  • ὀρειχάλκοιο — ὀρείχαλκος orichalcum masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειχάλκου — ὀρείχαλκος orichalcum masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειχάλκους — ὀρείχαλκος orichalcum masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειχάλκῳ — ὀρείχαλκος orichalcum masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρείχαλκοι — ὀρείχαλκος orichalcum masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρείχαλκον — ὀρείχαλκος orichalcum masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”